- γραικύλος
- ο презр, тот, кто недостоин называться грё- ком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραικύλος — Υποκοριστικό της λέξης Γραικός με υποτιμητική σημασία. Λέγεται ότι την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε πρώτος ο Κικέρων. * * * ο Γραικός μηδαμινός και τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Graeculus, λέξη με μειωτική σημασία που πλάστηκε από τους Ρωμαίους… … Dictionary of Greek
Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… … Dictionary of Greek